- ὑπέροξυς
- ὑπέροξυς,A v, very acute,
πυρετοί Hp.Fract.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρετοί Hp.Fract.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέροξυς — εῑα, υ, Α [ὀξύς] υπερβολικά οξύς, οξύτατος, σφοδρότατος («πυρετοὶ ὑπερόξεες», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek